Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

keep sb occupied


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο occupied παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: keep | sb
Σε αυτή τη σελίδα: occupied, occupy

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
occupied adj (building: inhabited) (κτίριο, χώρος)κατοικημένος μτχ πρκ
 The occupied houses are in much better condition than the unoccupied ones.
occupied adj (bathroom: in use) (επίσημο)κατειλημμένος μτχ πρκ
  (καθομιλουμένη)πιασμένος επίθ
 A light comes on when the lavatory's occupied.
 Ένα φωτάκι ανάβει όταν η τουαλέτα είναι κατειλημμένη.
 Ένα φωτάκι ανάβει όταν η τουαλέτα είναι πιασμένη.
occupied adj (person: busy)απασχολημένος μτχ πρκ
 I was occupied on the phone so couldn't come to the door.
 Ήμουν απασχολημένος στο τηλέφωνο και γι'αυτό δεν μπορούσα να έρθω την πόρτα.
occupied adj (territory: seized)κατεχόμενος μτχ ενεστ
  κατακτημένος, κυριευμένος μτχ πρκ
 The occupied area has been the scene of heavy fighting.
 Στην κατεχόμενη περιοχή έχουν εκτυλιχθεί σκηνές σκληρής μάχης
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
occupy [sth] vtr (room, space: inhabit) (δωμάτιο, χώρο)διαμένω, κατοικώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)μένω ρ μ
 A rock star and his band are occupying the penthouse suite.
 Ένας ροκ αστέρας και η μπάντα του διαμένουν (or: κατοικούν) στο ρετιρέ.
 Ένας ροκ σταρ και η μπάντα του μένουν στο ρετιρέ.
occupy [sth] vtr (fill: time) (χρόνο)περνάω, περνώ ρ μ
  (μεταφορικά)γεμίζω ρ μ
 How did you occupy your time while you were ill?
 Πώς περνούσες τον χρόνο σου όσο ήσουν άρρωστος;
 Πώς γέμιζες τον χρόνο σου όσο ήσουν άρρωστος;
occupy [sb] vtr ([sb]: entertain, keep busy) (κάποιον)απασχολώ ρ μ
  διασκεδάζω ρ μ
 We played games to occupy the children on the long drive.
 Παίζαμε παιχνίδια για να απασχολήσουμε τα παιδιά στη μεγάλη διαδρομή με το αμάξι.
 Παίζαμε παιχνίδια για να διασκεδάσουμε τα παιδιά στη μεγάλη διαδρομή με το αμάξι.
occupy [sth] vtr (military: invade, control) (στρατιωτικό)καταλαμβάνω ρ μ
  κυριεύω
 This province has been occupied by various foreign countries.
 Η περιοχή έχει καταληφθεί από διάφορες ξένες χώρες.
occupy [sth] vtr (be employed in: a post)κατέχω ρ μ
 Mrs Hanson has occupied the position of vice principal at the school for 12 years.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
occupied | occupy
ΑγγλικάΕλληνικά
enemy-occupied adj (territory, country)κατεχόμενος από τον εχθρό έκφρ
  που βρίσκεται υπό την κατοχή του εχθρού έκφρ
  (πιο απλά)κατεχόμενος μτχ πρκ
owner-occupied adj (property owner stays there) (σε γενική)ιδιοκατοίκησης ουσ θηλ
  για ιδιοκατοίκηση περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'keep sb occupied' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση keep sb occupied στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «keep sb occupied».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!